-
1 κοιλότης
κοιλότης, ητος, ἡ, das Hohlsein, die Höhlung, Vertiefung; Arist. H. A. 4, 4; τόποι πολλὰς ἔχοντες κοιλότητας Pol. 3, 104, 4; τοῠ ἰσχίου Ath. XI, 479 b.
1 κοιλότης
κοιλότης, ητος, ἡ, das Hohlsein, die Höhlung, Vertiefung; Arist. H. A. 4, 4; τόποι πολλὰς ἔχοντες κοιλότητας Pol. 3, 104, 4; τοῠ ἰσχίου Ath. XI, 479 b.